- ἀκάθαρτον
- ἀκάθαρτοςuncleansedmasc/fem acc sgἀκάθαρτοςuncleansedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Asmodai — or Asmodeus (see below for other variations) is a demon mostly known from the deuterocanonical Book of Tobit . The demon is also mentioned in some Talmudic legends, for instance, in the story of the construction of the Temple of Solomon. He was… … Wikipedia
Asmodeus — For other uses, see Asmodeus (disambiguation). Ian Hornak, Asmodeus, Acrylic on Panel, 1985 Asmodeus or Asmodai (Hebrew: אשמדאי Ashmedai) (see below for other variations) is a king of demons mostly known from the deuterocanonical Book of Tobit,… … Wikipedia
Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… … Dictionary of Greek
ακάθαρτος — η, ο (Α ἀκάθαρτος, ον) 1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος 2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος 3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος 4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί 5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει… … Dictionary of Greek
καρπώνω — και καρπώ (AM καρπῶ, όω) [καρπός (Ι)] 1. παράγω καρπό, καρποφορώ 2. μέσ. καρπώνομαι, καρποῡμαι, όομαι α) απολαμβάνω τους καρπούς, έχω την επικαρπία, καρπίζομαι («δὶς τοῡ ἐνιαυτοῡ τὴν γῆν καρποῡσθαι», Πλάτ.) β) λαμβάνω κέρδος από κάποιο πράγμα,… … Dictionary of Greek
νάκολον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀκάθαρτον» … Dictionary of Greek
σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… … Dictionary of Greek
χοιρογρύλλιος — ὁ, ΜΑ, και χοιρόγρυλλος, ὁ, και χοιρογρύλλιον, τὸ, Α μικρό ζώο που μοιάζει με τον μυωξό και τον αρουραίο («τὸν χοιρογρύλλιον, ὅτι οὐκ ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῡτο, καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλεῑ, ἀκάθαρτον τοῡτο ὑμῑν», ΠΔ) αρχ. σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ДЕМОНОЛОГИЯ — [от греч. δαίμων демон и λόϒος учение], христ. учение о злых духах. Происхождение демонских сил связано с имевшим место в небесных сферах бунтом высшего ангела против Бога. По свидетельству Откровения, этот ангел, являясь творением Божиим,… … Православная энциклопедия
ДУХ — [греч. πνεῦμα], 1) Дух Божий см. статьи Бог, Святой Дух; 2) дух человеческий; 3) дух, духи [δαίμων, πνεῦμα ἀκάθαρτον ώ ΰὦ], бесплотные силы невидимого мира см. статьи Ангелология, Бес, Бесоодержимость, Демонология. Д. и душа 2 стороны духовной… … Православная энциклопедия